- κτηνοτρόφου
- κτηνότροφοςkeeping cattlemasc/fem/neut gen sgκτηνοτρόφοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αβιγαία ή Αβιγαΐλ — Βιβλικό πρόσωπο. Μία από τις γυναίκες του προφητάνακτα Δαβίδ. Ήταν πρώτα σύζυγος του πλούσιου κτηνοτρόφου Νάβαλ, o οποίος αρνήθηκε να δώσει τρόφιμα στον καταδιωκόμενο από τον Σαούλ Δαβίδ και στους συντρόφους του. Για νααποτρέψει εκδίκηση του… … Dictionary of Greek
Αμπελογιάννης — (18ος αι.).Ονομαστός κλέφτης, o οποίος έδρασε πριν από την Επανάσταση στη δυτική Στερεά Ελλάδα και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα. Τους θρύλους και τη ζωή του αναφέρει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημα Αθανάσιος Διάκος.Ήταν γιος κτηνοτρόφου και… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Κριεζώτης, Νικόλαος — (Αργυρό Καρυστίας 1785 – Σμύρνη 1853). Αγωνιστής του 1821. Τον Μάιο του 1821, μόλις επέστρεψε στην Εύβοια από τη Μικρά Ασία όπου ήταν τσοπάνος στην υπηρεσία ενός πλούσιου κτηνοτρόφου, κατατάχθηκε από τον Αγγελή Γοβγίνα, γενικό αρχηγό Ευβοίας, στο … Dictionary of Greek